σπληνίο

σπληνίο
το / σπληνίον, ΝΜΑ [σπλήν, -ηνός]
τεμάχιο διπλωμένης αποστειρωμένης γάζας που χρησιμοποιείται για αποοπόγγιοη, αιμόσταση και επικάλυψη τραυμάτων
νεοελλ.
φρ. «σπληνίο μεσολοβίου»
ανατ. το πίσω άκρο τού μεσολοβίου ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια τού εγκεφάλου
αρχ.
ονομασία τών φυτών ἀσπλήνιον*, ἡμιονῑτις*, κυνόγλωσσο, περικλύμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, σπληνός. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. splenium].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπλήνιο — το, Ν ανατ. δερμικό οστό που σχηματίζει το κοιλιακό τμήμα τής κάτω γνάθου τών υδρόβιων σπονδυλοζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. splenial (< σπλήνα)] …   Dictionary of Greek

  • μεσολόβιος — α, ο θηλ. και ος 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αφορά στους λοβούς ενός οργάνου ή βρίσκεται ανάμεσα τους (α. «μεσολόβιος πλευρίτιδα» β. «μεσολόβιος σχισμή» γ. «μεσολόβιος χώρος») 2. (το ουδ., ως ουσ.) το μεσολόβιο ανατ. μεγάλος εγκάρσιος σύνδεσμος… …   Dictionary of Greek

  • σπληνάριον — τὸ, Α σπληνίο, επίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, ηνός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • σπληνίδιον — τὸ, Α [σπλήν, ηνός] σπληνίο, επίδεσμος …   Dictionary of Greek

  • σπληνιοειδής — ές, Ν φρ. «σπληνιοειδής μυς» ανατ. καθένας από τους μακρούς ραχιαίους μυς που βρίσκονται, αντίστοιχα, δεξιά και αριστερά από την αυχενοθωρακική μοίρα τής σπονδυλικής στήλης, στρέφουν με την κάμψη τους τον αυχένα και το κεφάλι και γι αυτό… …   Dictionary of Greek

  • σπληνούμαι — όομαι, Α [σπλήν/σπληνίον] 1. (για τραύμα) περιβάλλομαι με σπληνίο, επιδένομαι 2. (για όργανο τού σώματος) διογκώνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”